- χωρατά
- Νεπίρρ. βλ. χωρατό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωρατατζής — ο, θηλ. χωρατατζού, Ν άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. τζής* (πρβλ. καφε τζής, πλακα τζής)] … Dictionary of Greek
χωρατό — το, Ν 1. αστείο, αστεϊσμός 2. άκακο πείραγμα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά στ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό πα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*] … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… … Dictionary of Greek
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
αστεϊσμός — ο (AM ἀστεϊσμός) [αστεΐζομαι] νεοελλ. 1. το να αστειεύεται κανείς 2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά αρχ. είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας … Dictionary of Greek
γελωτολόγος — γελωτολόγος, ον (Μ) αυτός που κάνει άσκοπα χωρατά … Dictionary of Greek
χωρατεύω — Ν 1. λέω χωρατά, είμαι χωρατατζής 2. (κυριολ. και μτφ.) αστειεύομαι 3. φρ. α) «ο καιρός σήμερα δεν χωρατεύει» μτφ. ο καιρός είναι πολύ άσχημος β) «δεν χωρατεύει το κρύο» επικρατεί δριμύ κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί μέσω αρχικού τ.… … Dictionary of Greek
φαρσοκωμωδία — η κωμωδία με έντονα τα χαρακτηριστικά της φάρσας, κωμωδία με χοντρά χωρατά και αστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρατό — το 1. αστεϊσμός, αστείο, πείραγμα άκακο: Έκανε κι αυτός ένα χωρατό, κι εσείς το παρεξηγήσατε. 2. ο πληθ., χωρατά χωρίς άρθρο ως επίρρ., για αστεϊσμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)